ἐπίγειοι

ἐπίγειοι
ἐπίγειος
on
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Epigei — EPIGEI, eorum, Gr. Ἐπίγειοι, ων, eine Art Nymphen, welche sich insonderheit auf dem Lande aufzuhalten pflegten, dergleichen insonderheit die Oreaden waren. Sie haben von ἐπὶ und γῆ, die Erde, ihre Benennung. Gyrald. Synt. V. p. 173 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… …   Dictionary of Greek

  • κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… …   Dictionary of Greek

  • λυκόπερδο — (Lycoperdon). Γένος μυκήτων της τάξης των λυκοπερδιδών, της οικογένειας των γαστερομυκήτων, της υποδιαίρεσης των βασιδιομυκήτων. Οι μύκητες αυτοί είναι γνωστοί και με τις κοινές ονομασίες λαγομάνες, αλεπουπορδές και λαόρχια. Είναι επίγειοι και το …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • Δρέσδη — (Dresden). Πόλη (477.700 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, πρωτεύουσα του ομόσπονδου κρατιδίου της Σαξονίας (18.409 τ. χλμ., 4.384.192 κάτ. το 2001) και ιστορική πρωτεύουσα της Σαξονίας. Η Δ. είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Έλβα, κοντά στη… …   Dictionary of Greek

  • Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… …   Dictionary of Greek

  • επίγειος — α, ο 1. που είναι πάνω στη γη, ο γήινος. 2. που είναι αυτού του κόσμου, εγκόσμιος, κοσμικός (αντίθ. ουράνιος): Επίγειος παράδεισος. 3. (βοτ.), που βλασταίνει πάνω από το έδαφος (αντίθ. υπόγειος): Επίγειοι βλαστοί. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”